- ανταφιημι
- ἀνταφίημιἀντ-αφίημιвзаимно отпускать; ронять в свою очередь
ἰδὼν δάκρυ καὐτὸς ἀνταφῆκα Eur. — увидя слезы, я и сам заплакал
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἰδὼν δάκρυ καὐτὸς ἀνταφῆκα Eur. — увидя слезы, я и сам заплакал
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανταφίημι — ἀνταφίημι (Α) [αφίημι] 1. ρίχνω, πετώ κι εγώ κάτι 2. φρ. «δάκρυ ἀνταφίημι» δακρύζω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek